- αδικοθάνατος
- -η, -οαυτός που χάθηκε άδικα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδικοθάνατος — η, ο 1. αυτός που πέθανε άδικα, δηλ. βίαια ή πρόωρα 2. (για κατάρα) ο άξιος να πεθάνει άδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + θάνατος. ΠΑΡ. αδικοθανατίζω] … Dictionary of Greek
αδικοθανατίζω — [αδικοθάνατος] 1. αδικοθανατεύω* 2. καταριέμαι κάποιον να πεθάνει άδικα ή προκαλώ σ’ αυτόν άδικο θάνατο … Dictionary of Greek
άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… … Dictionary of Greek
αδικοσκοτωμένος — η, ο (μτχ. τού αδικοσκοτώνω) αυτός που σκοτώθηκε άδικα, ο αδικοθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + σκοτωμένος] … Dictionary of Greek
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek